πικροκυματούσα — η (ποιητ.), επίθ. της θάλασσας που τα κύματά της πικραίνουν με τις καταστροφές τους τους ανθρώπους, βλ. και πικροθάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… … Dictionary of Greek
πικροθάλασσα — η (ποιητ.), επίθ. της θάλασσας, που πικραίνει, θλίβει: Θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυματούσα (λαϊκό τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμακούσα — η (επίθ. της θάλασσας), που ποτίζει τον κόσμο με φαρμάκια, που προκαλεί συμφορές και πικρίες: Θάλασσα φαρμακούσα και πικροκυματούσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)